Ποια είναι τα συμπτώματα που μας βοηθούν στη διάγνωση της σχιζοφρένειας και πώς γίνεται η κλινική αντιμετώπιση;
Η σχιζοφρένεια είναι μία από τις δέκα σημαντικότερες αιτίες μακροχρόνιας ανικανότητας των ασθενών παγκοσμίως. Περίπου το 1% του πληθυσμού εκδηλώνει τη διαταραχή, παρόλα αυτά ο επιπολασμός της νόσου παρουσιάζει σημαντική διακύμανση μεταξύ διαφορετικών περιοχών και ομάδων μεταναστών, ενώ διακύμανση ανάμεσα στους διάφορους ασθενείς παρουσιάζουν επίσης τα συμπτώματα, η πορεία της νόσου, η απάντηση στη θεραπεία.
Μία πρόσφατη μελέτη που επέτρεψε έναν ευρύτερο ορισμό των ψυχωσικού τύπου διαταραχών αποκάλυψε πως αν συμπεριληφθούν και άλλες σχετιζόμενες με τη σχιζοφρένεια διαταραχές, η επίπτωση στη διάρκεια της ζωής φτάνει το 2-3% και το 3-5% αν συμπεριληφθούν και η διπολική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη) και η ψυχωσική διαταραχή μετά από τη λήψη ναρκωτικών ουσιών. Η διαταραχή τείνει να εκδηλώνεται στην ηλικία 16-30 ετών και επιμένει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ασθενή. Η νόσος συνήθως εμφανίζεται νωρίτερα στους άντρες και με σοβαρότερη συμπτωματολογία σε σχέση με τις γυναίκες.
Η διάγνωση της σχιζοφρένειας συσχετίζεται με μη φυσιολογική εγκεφαλική λειτουργία.
Τα συμπτώματα που μας βοηθούν στη διάγνωση της σχιζοφρένειας μπορούν να διακριθούν σε πέντε κατηγορίες:
θετικά συμπτώματα (παραληρητικές [παράλογες] ιδέες, ψευδαισθήσεις- πράγματα που αντιλαμβάνεται ο ασθενής είτε με την ακοή, είτε με την όραση είτε με την αφή, τη γεύση, την όσφρηση που δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα)
αρνητικά συμπτώματα που αφορούν σε διαταραχές της βούλησης, μείωση της ικανότητας για αυθόρμητο λόγο, κοινωνική απόσυρση.
νευρογνωσιακού τύπου διαταραχές (διαταραχές μνήμης, προσοχής και εκτελεστικών λειτουργιών)
Τέλος συναισθηματική αποδιοργάνωση που οδηγεί σε:
Καταθλιπτικά συμπτώματα.
ή Μανιακά (διπολικού τύπου) συμπτώματα.
Πώς όμως μπορεί να ερμηνευθεί η εκδήλωση των ψυχωσικών συμπτωμάτων στα πλαίσια της προαναφερθείσας εγκεφαλικής δυσλειτουργίας; Φαίνεται πως υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε μία δυσλειτουργία στα επίπεδα της ντοπαμίνης (ενός νευρομεταβιβαστή στον εγκέφαλο) που συνδυάζεται με λανθασμένη ερμηνεία/ νόημα των διαφόρων ερεθισμάτων του περιβάλλοντος (άνθρωποι, αντικείμενα, πράξεις) αλλά και λανθασμένος τρόπος επεξήγησης των εμπειριών τους από τα άτομα που εμφανίζουν ψυχωσικά συμπτώματα. Επιπροσθέτως, μεταβολές στη συναισθηματική κατάσταση (κατάθλιψη ή μανία) καθώς και ιδιόμορφοι τρόποι σκέψης (τάση να οδηγούνται συχνά σε αυθαίρετα συμπεράσματα) μπορεί να συνδυάζονται με τη δυσλειτουργία του ντοπαμινεργικού συστήματος και να καθιστούν πιο εύκολη την ανάπτυξη παραληρητικών ιδεών.
Ο όρος σχιζοφρένεια χρησιμοποιείται για σύνδρομο το οποίο έχει μακρά διάρκεια, και στο οποίο παρουσιάζονται παραληρητικές ιδέες, αρνητικά συμπτώματα και λίγα συμπτώματα συναισθηματικού τύπου (μη συναισθηματική ψύχωση). Όταν υπάρχουν λίγα αρνητικά συμπτώματα και προεξάρχουν καταθλιπτικού ή μανιακού τύπου συμπτώματα μπαίνει η διάγνωση ψυχωσικής κατάθλιψης ή διπολικής διαταραχής (συναισθηματική ψύχωση).
Ειδικά στη σχιζοφρένεια αλλά και σε μικρότερο βαθμό στη διπολική διαταραχή εμφανίζεται ανεπάρκεια τόσο στην κοινωνική και εργασιακή λειτουργικότητα του ασθενή αλλά και σε ζητήματα που αφορούν στην αυτοφροντίδα του.
Η ακριβής αιτία της διαταραχής παραμένει ακόμα άγνωστη. Πιστεύεται ότι γενετικοί παράγοντες, όπως και επιδράσεις από το περιβάλλον (π.χ. επιπλοκές τοκετού) αλλά και κοινωνικοί λόγοι (π.χ. φτώχια) μπορεί να συμβάλλουν στην εκδήλωση της διαταραχής.
Περιγεννητικοί παράγοντες (όπως υποξία, λοίμωξη της μητέρας, stress της μητέρας, υποσιτισμός της μητέρας) μπορεί να ευθύνονται σε μικρό ποσοστό για την εκδήλωση της σχιζοφρενικής διαταραχής. Ως ομάδα, τα παιδιά που αργότερα θα εμφανίσουν σχιζοφρένεια σε σχέση με τους συνομηλίκους τους θα εμφανίσουν σε μεγαλύτερο ποσοστό μη ειδικές διαταραχές του συναισθήματος και της συμπεριφοράς, όπως και αλλαγές στην ψυχοπαθολογία, δυσκολίες τόσο σε διανοητικό επίπεδο όσο και στη γλώσσα αλλά και καθυστέρηση στην επίτευξη οροσήμων που αφορούν στην κινητικότητα του παιδιού. Τέτοιοι αναπτυξιακοί δείκτες συνήθως δεν εμφανίζονται στη διπολική διαταραχή κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διαφορική διάγνωση σχιζοφρενικής και διπολικής διαταραχής.
Η μετανάστευση και η χρήση ινδικής κάνναβης φαίνεται πως ευοδώνουν την εκδήλωση ψυχωσικού τύπου διαταραχών σε άτομα που παρουσιάζουν προδιάθεση για την εκδήλωσή τους. Επιπλέον η διαβίωση σε αστικό περιβάλλον φαίνεται να προδιαθέτει ευάλωτα άτομα προς σχιζοφρένεια και όχι διπολική διαταραχή.
Η ευαλωτότητα στη σχιζοφρένεια είναι ως ένα βαθμό γενετικά προκαθοριζόμενη. Μελέτες σε διδύμους δείχνουν πως η διαταραχή κληρονομείται σε ένα ποσοστό 80%. Η γενετική ευαλωτότητα είναι ως ένα σημείο κοινή με τη διπολική διαταραχή, ενώ πρόσφατα δεδομένα υποδεικνύουν πως μπορεί να υπάρχει επικάλυψη και με αναπτυξιακές διαταραχές όπως ο αυτισμός.
Το υψηλό ποσοστό κληρονομησιμότητας (80%) της σχιζοφρενικής διαταραχής δεν οφείλεται μόνο στη γενετική προδιάθεση αλλά και σε επιδράσεις του περιβάλλοντος [αλληλεπίδραση γονιδίων-περιβάλλοντος – Επιγενετική (Epigenetics)] – μία αλληλεπίδραση που φαίνεται να είναι ιδιαίτερα συχνή. Μία μετα-ανάλυση φαίνεται να προτείνει πως ηλικία του πατέρα μεγαλύτερη των 40 ετών συσχετίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό με τη σχιζοφρένεια, κάτι που καταδεικνύει το ρόλο των επιγενετικών μηχανισμών.
Μελέτες σε διδύμους και σε συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών με ψύχωση κατέδειξαν πως τα γονίδια που προδιαθέτουν για τη σχιζοφρένια και τις συναφείς διαταραχές επηρεάζουν κάποια κληρονομούμενα χαρακτηριστικά όπως: οι νευρογνωσιακές λειτουργίες, ο όγκος του εγκεφάλου, ευαλωτότητα στο στρες.
Κλινική αντιμετώπιση
Η διάγνωση της σχιζοφρενικής διαταραχής γίνεται βάσει των κριτηρίων των ταξινομικών συστημάτων DSM-V και ICD-10. Από τη στιγμή που γίνει η διάγνωση, αντιψυχωσικά φάρμακα που μπλοκάρουν τους υποδοχείς D2 της ντοπαμίνης είναι η κύρια θεραπεία για τη σχιζοφρένεια.
Ο συνδυασμός των καινούργιων άτυπων αντιψυχωσικών φαρμάκων και το μοντέλο διαχείρισης περιστατικών μπορεί να εξασφαλίσει αποδρομή των συμπτωμάτων σε τουλάχιστον 80% των ασθενών, αρκεί η θεραπεία να ξεκινήσει νωρίς με την εκδήλωση ψυχωσικών συμπτωμάτων στον ασθενή.
Επίσης η γνωσιακού-συμπεριφορικού τύπου ψυχοθεραπεία φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη σε ανθεκτικές στη φαρμακοθεραπεία καταστάσεις. Το σημαντικό είναι να πειστούν οι ασθενείς να μη διακόπτουν τη θεραπευτική τους αγωγή αν και υπάρχουν δύο θέματα εξαιτίας των οποίων οι ασθενείς πολλές φορές δεν το εφαρμόζουν αυτό: α) το κοινωνικό στίγμα και ο αυτοστιγματισμός του να είναι κάποιος ψυχωσικός και β) το γεγονός πως τα φάρμακα που μπλοκάρουν τους ντοπαμινεργικούς υποδοχείς μειώνουν το κίνητρο των ασθενών για δραστηριότητες. Λίγοι ασθενείς μέχρι τώρα καταφέρνουν να διατηρήσουν κάποιο επάγγελμα, κυρίως αυτοί που συμμετέχουν σε προγράμματα υποστηριζόμενης εργασίας, λόγω του μειωμένου κινήτρου για δραστηριότητες αλλά και των νευρογνωσιακών ελλειμμάτων που βρίσκονται σε ασθενείς με ψυχωσική διαταραχή.
Πρόγνωση
Οι περισσότεροι ασθενείς με σχιζοφρένεια ζουν πλέον εκτός νοσηλευτικών ιδρυμάτων, και παρόλο που χρειάζονται κάποιας μορφής υποστήριξη που αφορά σε οικονομική βοήθεια και διεκπεραίωση αναγκών της καθημερινότητας, φαίνεται πως αναλαμβάνουν πιο ενεργούς ρόλους τόσο στη επιλογή της θεραπείας τους όσο και στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μέσα από φορείς ατόμων με ειδικές ανάγκες. Σε εμάς τους επιστήμονες εναπόκειται να τους βοηθήσουμε πιο αποτελεσματικά, τόσο με την εύρεση καινούργιων πιο αποτελεσματικών φαρμακευτικών ουσιών όσο και με τη βελτιστοποίηση και ευρύτερη παροχή υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής και εργασιακής αποκατάστασης και υποστηριζόμενης εργασίας.