Της Στεύης Τσούτση.
Δεσποινίς ετών 35. Ίσως και κάτι ψιλά ή κάτι λιγότερο.
Ποιος νοιάζεται;
Εσύ, πάντως, όχι.
Οι άλλοι, όσο να πεις, μια έννοια την έχουν.
Και μια γκρίνια και μια διφορούμενη κουβεντούλα μη σου πω.
Το αμάξι σου είναι εργένικο. Μια σακαράκα που αγοράστηκε προ κρίσης με την προοπτική σε δύο χρόνια να αλλάξει, αλλά δεν την πέταξες ποτέ. Αντίθετα τη βάφτισες κιόλας.
Έγινε μέλος της οικογένειας που δεν έχεις…
Το σπίτι σου εργένικο κι αυτό. Με σουβενίρ από τα πιο τρελά σου ταξίδια, μπόλικα ξύδια στο μπαρ, επιτραπέζια και φωτογραφίες. Γονέων, αδερφών, φίλων, ανιψιών.
Καμία φωτογραφία γάμου. Κανένα παιχνίδι από πιτσιρίκι.
Ανύπαντρη, μα όχι μόνη.
Ερωτευμένη μα όχι δεσμευμένη.
Τι πειράζει;
Καλοκαίριασε.
Βγαίνεις στην πόλη σου για ποτάκι κι εκείνη την ώρα οι παλιές σου συμμαθήτριες μαζεύουν τα πιτσιρίκια τους από τις παιδικές χαρές. Μπάνιο, γάλα και ύπνο. Και αυτά και αυτές μαζί.
Βγαίνεις στην αγορά για ψώνια και τις συναντάς να σέρνουν από ένα παιδί σε κάθε χέρι. Εκείνο να κλαίει ζητώντας ό,τι βλέπει κι εκείνες να απαντούν με ένα απίστευτα κουρασμένο χαμόγελο.
Μανούλες.
Τις χαίρεσαι. Αλλά δεν τις ζηλεύεις.
Βλέπεις εσύ δεν τη θέλεις ακόμη την τάξη που έβαλαν εκείνες στη ζωή τους.
Κι ας μουρμουράει το σόι. Κι ας κουβαλάει σε γιορτές και πανηγύρια και κάποιον επίδοξο μνηστήρα.
Δε θες έρωτα. Έχεις…Και κρατά και χρόνια.
Γάμο δεν έχεις και δεν τον θέλεις κιόλας.
Γιατί να πρέπει να βάλεις ταμπέλες στη ζωή σου; Επειδή το έκαναν άλλοι; Επειδή περνούν τα χρόνια; Άστα να περνούν. Ποιος νοιάστηκε;
Αγάπη γύρευες πάντα κι αυτή σου δόθηκε.
Ελευθερία ήθελες και τη διεκδίκησες.
Την κέρδισες. Την έχεις.
Τα ζόρια τα έχουν άλλοι. Για σένα. Για το στεφανοχάρτι που λείπει από το συρτάρι σου. Για τη φωτογραφία πάνω στο μπουφέ του σαλονιού. Αν και πρέπει πρώτα να πάρεις μπουφέ. Γιατί ούτε κι από αυτόν έχεις.
Κι όσο για τα βιολογικά ρολόγια που περιγράφουν, εσύ δεν τα άκουσες ποτέ. Ή που ο Πλάστης δε ρύθμισε ποτέ την αφύπνιση ή που βγήκαν ελαττωματικά από το εργοστάσιο παραγωγής. Έχεις ανίψια, βαφτιστήρια, ψυχοπαίδια, μαθητές, παιδιά φίλων. Είσαι θεία, νονά, φίλη. Και καλύπτεσαι.
Προς το παρόν. Για το μέλλον βλέπουμε.
Γιατί, όμως, πρέπει να απολογηθείς γι’αυτό; Γιατί πρέπει να νιώσεις άσχημα που δεν ακολουθείς συγκεκριμένο σενάριο;
Δε ζήτησες να ζήσεις κανενός τη ζωή. Θέλησες απλά να γράψεις εσύ το σενάριο της δικής σου. Και το έκανες. Όσο για τις κριτικές; Σε αφήνουν αδιάφορη.
Καλά, μεταξύ μας τώρα, αυτό είναι λίγο ψέμα.
Σε ενοχλούν.
Σε ενοχλούν που δε σε αφήνουν στην ησυχία σου.
Που πίσω από την ηθελημένη ελευθερία σου ψάχνουν να βρουν κουσούρια κι αδυναμίες.
Που πετούν αθώες σπόντες που μόνο πληγώνουν. Όχι για αυτά που υπονοούν. Αλλά για τα μυαλά που έπρεπε να είναι αλλιώς.
Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει δικαίωμα να επιλέξει. Δικαίωμα να ζωγραφίσει τον κόσμο του και να μπει μέσα. Να φτιάξει την αλήθεια του και να προσκαλέσει και τους άλλους να τη δεχτούν. Αν την δεχτούν. Αν όχι, κακό δικό τους.
Κι αυτή η αλήθεια, αυτή η ζωή δεν πρέπει να μπαίνει σε καλούπια ξένα. Της κοινωνίας, της οικογένειας, του κόσμου γενικά. Γι’αυτά τα στόματα του κόσμου, άλλωστε, υπογράφτηκαν οι μεγαλύτερες δυστυχίες.
Μα εσύ φτιάχνεις το δικό σου καλούπι και σε όποιον αρέσει. Και δεν καταλαβαίνεις ούτε από μικρές κοινωνίες, ούτε από πρέπει και δήθεν.
Κι είναι η ευτυχία σου πραγματική. Κι ο πόνος, όταν υπάρχει, ολοφάνερος. Δεν κρύβεται πίσω από σφαλιστά πατζούρια και κλειδωμένες πόρτες.
Φόρα παρτίδα κι όποιος αντέξει.
Εσύ, πάντως, 35 χρονάκια τώρα αντέχεις μια χαρά. Κι έτσι θα συνεχίσεις.
Γιατί την ευτυχία και τη γαλήνη σου δεν τα χαραμίζεις για κανένα πρέπει.
Κι άσε τους άλλους να λένε…