Της Στεύης Τσούτση.
Δε θέλω να σ’αφήσω να κοιμηθείς.
Μπορεί να σε λυπάμαι που είσαι κουρασμένος, να ξέρω πόση ανάγκη έχεις λίγη ηρεμία και χαλάρωση, αλλά δε θέλω.Θέλω να σε κρατήσω ξύπνιο όλη νύχτα.
Να σε κοιτώ, να σου μιλώ και να σε ακούω να γελάς.
Δε θέλω τίποτα άλλο. Μόνο εκείνη τη χαλάρωση που δίνει η οικειότητα στους ανθρώπους.
Θέλω να ξαπλώσουμε ανάσκελα στο κρεβάτι, να ακουμπήσω στο στήθος σου και να ακούω τους χτύπους της καρδιάς σου. Αυτοί με ηρεμούν. Μη με ρωτήσεις από πότε…Μάλλον από την πρώτη ώρα…
Δεν ξέρω πως γίνεται να ταιριάζουν οι άνθρωποι. Πως μπορούν δύο διαφορετικές οντότητες να βρίσκουν η μία την άλλη και αυτόματα να λένε “εδώ είμαστε…”
Δεν ξέρω που ήμουν ή που ήσουν.
Τώρα πάντως είμαι εδώ και σκοπεύω να παραμείνω.
Και δεν πρόκειται να σε αφήσω να κοιμηθείς.
Έλα να μιλήσουμε. Όχι εκείνα τα σοβαρά που λένε οι άνθρωποι σε καρέκλες και γραφεία, ντυμένοι τα καθημερινά τους.
Θέλω εκείνα τα αστεία που λένε με πιτζάμες και σεντόνια. Καθώς πλέκουν τα πόδια και κλέβει ο ένας τη ζεστασιά του άλλου.
Θέλω να αφήσω πίσω όσα με προβληματίζουν. Θέλω να αφήσω πίσω το ότι αύριο είναι Δευτέρα κι άλλη μια μέρα στην Κόλαση θα ξεκινήσει.
Θέλω να κρατήσω το απόψε. Τα σκοτάδια του μικρού δωματίου, τα μπλεγμένα σεντόνια και τα γέλια.
Έλα να γελάσουμε ξανά και μη με τρομάζεις με φαντάσματα και σκιές στους τοίχους.
Άσε με να κολλήσω πάνω σου και να ηρεμήσω. Να ξεχάσω όσα με βαραίνουν. Να μη σκέφτομαι.
Δε θέλω να σκέφτομαι τις νύχτες. Αλυσίδες βαριές στα πόδια μου που δε θέλω να τις κουβαλώ. Με βαραίνουν, με πληγιάζουν. Τις σιχάθηκα.
Γκρίνιαξε μου που σε κρατάω ξύπνιο αλλά δεν το μετανιώνω. Και δεν το σταματώ.
Αυτή η νύχτα μένει. Για αύριο δεν έμαθε ποτέ κανείς. Δεν ξέρω. Μήτε εγώ, μήτε κι εσύ.
Κράτα με.
Και μίλα μου.
Πες μου για εκείνα που έζησες και σε έκαναν αυτό που είσαι. Άσε με να σε μάθω.
Άσε με να διεκδικήσω μια θέση μέσα σου.
Όχι δε βιάζομαι. Μήτε θέλω να βιaστείς κι εσύ.
Ηρεμία θέλω και γαλήνη.
Και τούτη την οικειότητα που κανείς μας δεν κυνήγησε αλλά ήρθε.
Κι εμείς ανοίξαμε τα χέρια και την υποδεχτήκαμε σαν φίλη καρδιακή.
Κράτα με και δε φοβάμαι. Μήτε εσύ να φοβάσαι.
Μην ανάψεις στο φως. Έλα να μείνουμε στα σκοτεινά.
Έλα να κρυφτούμε από τα ζόρια μας, να πιστέψουμε πως αφού δεν τα βλέπουμε δεν υπάρχουν.
Μόνο για λίγο. Κάνε μου το χατήρι.
Κι εγώ αύριο θα πάρω πειθήνια τη θέση σε όσα μου αναλογούν. Σε ζόρια, προβληματισμούς και δεύτερες σκέψεις.
Αλλά τώρα δε θέλω τίποτα…
Τίποτα…
Σε παρακαλώ. Μόνο κράτα με και κάνε με να νιώσω πως σημαίνω κάτι παραπάνω από το τίποτα. Μόνο αυτό και τίποτα άλλο…