Ώρα 19.30. Κατεβαίνω στο μετρό στο Σύνταγμα. Ο ήλιος λάμπει ακόμη και κόσμος σιγά σιγά αρχίζει και μαζεύεται.
Από τη Μαρκέλλα Σαράιχα
«Φοβήθηκαν από την προπαγάνδα των καναλιών», έλεγε μία γυναίκα πίσω μου η οποία με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο πίστη και δύναμη. Της απαντώ «μάλλον, εκεί ποντάρουν, στη μνήμη χρυσόψαρου του Έλληνα και στο φόβο του».
Δίπλα της ένα κοριτσάκι χαρούμενο έπαιζε με την κούκλα του. «Μαμά μαμά κοίτα πόσος κόσμος βγαίνει από το μετρό! Είναι σα γιορτή, που κάνουμε στο χωριό», είπε η μικρή της με το χαμόγελο στα χείλη. Με μία γρήγορη ματιά, την κοιτάω από πάνω ως κάτω. Δεν ήταν εξαθλιωμένη.
Το ντύσιμό της μέσα στη μόδα. Όπως και του κοριτσιού. Περιποιημένη γύρω στα 45. Η μικρή της 8 χρονών με ένα υπέροχο φόρεμα που έκανε στροφές και χαιρόταν. Ρωτάω λοιπόν: «Είστε άνεργη; Ο σύζυγός σας;». Εκείνη λοιπόν μου έδωσε μία απάντηση που δεν την περίμενα.
«Πρέπει να ειμαι άνεργη και εξαθλιωμένη μόνο για να ψηφίσω όχι στα μέτρα. Όχι στην υποδούλωσή μας; Μία φορά μου δίνεται η δυνατότητα να πάρω το μέλλον στα χέρια μου και να πω όχι στους Ευρωπαίους που με το έτσι θέλω, θέλουν να με υποδουλώσουν».
Την κοιτάω με ενδιαφέρον κι αναρωτιέμαι, πώς αυτή η γυναίκα χωρίς να έχει γνωρίσει την κρίση στο πετσί της, στέλνει το βροντερό όχι. Συνεχίζει: «Εγώ είμαι 45 χρονών κι ο σύζυγός μου 52. Έχουμε δεχτεί περικοπές στο μισθό μας της τάξης του 30%. Περάσαμε όμως μία περιπέτεια πριν από μερικά χρόνια.
Συγκεκριμένα πριν 3. Αναγκαστήκαμε να πάμε στο εξωτερικό σε νοσοκομείο για εγχείρηση. Μείναμε περίπου ένα μήνα. Στο Λονδίνο. Δε θα ξεχάσω χαρακτηριστικά την κουβέντα μίας ντόπιας. Ευρωπαίας.
»Eσείς δεν έχετε κρίση στην Ελλάδα και ψωνίζετε; Δεν πεινάτε;» Κι αυτό μου το ρώτησε γιατί με είδε να κρατάω μία σακούλα με ρούχα για τη μικρή μου. Οι Έλληνες κορίτσι μου έχουν μνήμη χρυσόψαρου.
Ξεχνούν ότι όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορούσαν να βγουν από το σπίτι τους από τις 20 του μήνα και μετά γιατί τους τελείωνε ο μισθός των 600 ευρώ στην καλύτερη. Ξεχνούν τις ελλείψεις στα νοσοκομεία που δεν έβρισκες σειρά σε γιατρό κι ούτε κρεβάτι στη ΜΕΘ.
Ξεχνούν ότι συνάνθρωποί μας φτωχοποιήθηκαν από τους αβάστακτους φόρους που είχαν επιβληθεί για να μην πληρώνουν φόροι οι μεγαλοκαρχαρίες όπως τους αποκαλώ. Ξεχνούν τους άστεγους που αυξήθηκαν.
Ξεχνούν τις άδειες τράπεζες που πήγαινες μόνο για να πληρώσεις κάθε μήνα τις υποχρεώσεις σου και τις υπόλοιπες μέρες δεν είχαν ψυχή. Ξεχνούν όμως ότι οι πρόγονοί τους είπαν το μεγάλο ΟΧΙ και απελευθερώθηκαν.
Εμένα λοιπόν μου δίνεται αυτή η δυνατότητα να πάρω τη ζωή του παιδιού μου στα χέρια μου και να πω ΟΧΙ. Γιατί θέλω να κάνει όνειρα όταν μεγαλώσει. Θέλω να ζει ελεύθερο».
Όση ώρα μιλούσε την κοιτούσα στα μάτια. Ξαφνικά γύρω μου το Σύνταγμα είχε πλημμυρίσει από κόσμο. Εικόνες που δε δείχνει η τηλεόραση. Γιατί αυτή χειραγωγεί τις μάζες. Μικρά παιδιά με τις μητέρες τους, νέοι αλλά και μεσήλικες βρίσκονταν εκεί. Απλοί άνθρωποι, άνεργοι και μη.
Δεν είδα κανέναν εξαθλιωμένο. Οι εξαθλιωμένοι είναι σπίτι τους, στην καλύτερη περίπτωση, και δεν έχουν χρήματα ούτε για τα βασικά. Η ώρα πέρασε εύκολα με τις συζητήσεις των μανάδων και των παιδιών τους που ήταν χαμογελαστά σα να πήγαιναν σε μία μεγάλη γιορτή.
Το τι θα ψηφίσουμε και τι όχι την ερχόμενη Κυριακή, είναι καθαρά θέμα προσωπικό και συνείδησης.Το θέμα είναι να μην κοιτάξουμε μόνο τον εαυτό μας και τα συμφέροντά μας. Οι Έλληνες έχουν αντέξει και χειρότερα και βγήκαν νικητές.