Όταν μπήκε στο σπίτι εκείνο το βράδυ, η γυναίκα του, του χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο την ώρα που σέρβιρε το δείπνο. Κάθισε απέναντι της στο τραπέζι, της έπιασε το χέρι και της είπε: «Έχω κάτι να σου πω»…
Σήκωσε το βλέμμα και παρατήρησε τον πόνο στα μάτια της.
Ξαφνικά σταμάτησε. Οι λέξεις δεν έβγαιναν πια με ευκολία από το στόμα του. Ήξερε όμως ότι έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο. Ήξερε ότι αυτό το βράδυ η γυναίκα του έπρεπε να μάθει οπωσδήποτε την αλήθεια. Ότι θέλει να χωρίσουν.
Έθεσε το θέμα ήρεμα. Εκείνη δεν φάνηκε να ενοχλείται από τα λόγια του, τον κοίταξε και τον ρώτησε με χαμηλή φωνή: «Γιατί;»
Απέφυγε την ερώτησή της, κίνηση που την εκνεύρισε περισσότερο. Πέταξε με δύναμη το πιρούνι που κρατούσε προς το μέρος του την ώρα που του φώναξε: «Δεν είσαι άντρας»
Εκείνο το βράδυ δεν ξαναμίλησαν. Εκείνη δεν σταμάτησε να κλαίει ούτε λεπτό.
Ο σύζυγος ήξερε ότι η γυναίκα του ήθελε να μάθει το λόγο που της ζητούσε διαζύγιο. Αυτό που δεν ήξερε όμως ήταν, αν θα μπορούσε να της δώσει μια ικανοποιητική απάντηση. Η αλήθεια ήταν ότι είχε σταματήσει πια να νιώθει πράγματα για την γυναίκα του. Δεν την αγαπούσε πια. Όταν την κοίταζε αυτό που αισθανόταν για εκείνη ήταν λύπη. Μόνο αυτό.
Με μια βαθιά αίσθηση ενοχής, έφτιαξε ένα χαρτί μοιράζοντας το πράγματα τους. Έδινε στην γυναίκα του το σπίτι τους, το αυτοκίνητό τους και το 30% των μετοχών της εταιρείας του. Εκείνη το πήρε, του έριξε μια ματιά και το έσκισε σε πολλά μικρά κομμάτια.
Η γυναίκα που είχε περάσει σχεδόν δέκα χρόνια μαζί της, πλέον του φαίνονταν μια ξένη. Λυπήθηκε για τα χρόνια και την ενέργεια που της στέρησε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πίσω.
Τότε εκείνη γύρισε, τον κοίταξε και ούρλιαξε δυνατά. Ήταν αυτό που περίμενε να δει. Μια κραυγή που στην πραγματικότητα έμοιαζε με ένα είδος απελευθέρωσης. Η ιδέα του διαζυγίου, η οποία του είχε γίνει εμμονή για αρκετές εβδομάδες, φάνηκε τώρα να γίνεται πιο σίγουρη, πιο πραγματική.
Την επόμενη μέρα, γύρισε πολύ αργά στο σπίτι και βρήκε την γυναίκα του να γράφει κάτι σε ένα χαρτί στο τραπέζι, δίπλα στο φαγητό. Δεν έφαγε αλλά πήγε κατευθείαν για ύπνο. Αποκοιμήθηκε πολύ γρήγορα γιατί ήταν πολύ κουρασμένος. Είχε περάσει μια γεμάτη μέρα με την Τζέιν, την γυναίκα που είχε πάρει στην καρδιά του την θέση της γυναίκας του.
Κάποια στιγμή τη νύχτα ξύπνησε για να πιει νερό και είδε την γυναίκα του στην ίδια θέση, σκυμμένη στο χαρτί κάτι να γράφει. Απλά δεν τον ενδιέφερε, επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο και συνέχισε τον ύπνο του.
Όταν ξύπνησε το πρωί βρήκε την γυναίκα του να τον περιμένει. Του παρουσίασε τους δικούς της όρους για να δεχτεί το διαζύγιο.
Δεν ήθελε τίποτα από εκείνον, ούτε το σπίτι, ούτε το αυτοκίνητο αλλά ούτε και τις μετοχές της εταιρείας του. Αυτό που του ζήτησε ήταν το διαζύγιο να μην βγει άμεσα, αλλά σε ένα μήνα. Του ζήτησε επίσης αυτό το διάστημα να προσπαθήσουν να ζήσουν όσο γίνεται πιο φυσιολογικά. Ο λόγος ήταν απλός: Ο γιος τους έδινε σε ένα μήνα εξετάσεις και ένα διαζύγιο θα τον αποσυντόνιζε.
Οι όροι της δεν τον απογοήτευσαν. Αλλά η γυναίκα του δεν σταμάτησε μόνο σε αυτούς, είχε κάτι ακόμη να του πει.
Του ζήτησε να της θυμίσει πως την είχε μεταφέρει στο νυφικό δωμάτιο την ημέρα του γάμου τους. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Του ζήτησε να το κάνει αυτό κάθε μέρα για όλο το μήνα μέχρι να βγει το διαζύγιο. Κάθε πρωί να την σηκώνει από το κρεβάτι και να την πηγαίνει στην πόρτα πριν φύγει για την δουλειά του. Ο άντρας νόμιζε ότι η γυναίκα του ήταν τρελή. Για να κάνει όμως τις τελευταίες ημέρες μαζί της λίγο πιο υποφερτές, αποδέχθηκε το περίεργο αίτημα της.
Όταν ο άντρας είπε στην ερωμένη του, τους όρους του διαζυγίου της συζύγου του, εκείνη γέλασε δυνατά: «Δεν έχει σημασία τι κόλπα κάνει, το διαζύγιο θα βγει θέλει δεν θέλει» είπε περιφρονητικά.
Το ζευγάρι για πολύ μεγάλο διάστημα πριν συμβούν όλα αυτά δεν ακουμπούσε ο ένας τον άλλον. Έτσι όταν την πρώτη ημέρα ο άντρας σήκωσε την γυναίκα για να την μεταφέρει στη πόρτα, ο γιος τους που είδε τη σκηνή αντέδρασε με πολύ μεγάλη έκπληξη:
«Ο μπαμπάς κρατά τη μαμά στην αγκαλιά του!» Τα λόγια του έφεραν στον άντρα μια αίσθηση πόνου. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και του ψιθύρισε: «Μη του πεις τίποτα ακόμη για τον διαζύγιο». Έγνεψε καταφατικά. Από το υπνοδωμάτιο στο σαλόνι, στη συνέχεια στην πόρτα, κουβαλούσε την γυναίκα του για σχεδόν δέκα μέτρα στην αγκαλιά του ώσπου την άφησε και έφυγε για την δουλειά του.
Την δεύτερη ημέρα, όλο αυτό έγινε πολύ πιο εύκολα. Εκείνη έσκυψε για λίγο το κεφάλι της προς το μέρος του καθώς την μετέφερε και εκείνος συνειδητοποίησε ότι είχε πολύ καιρό να κοιτάξει την γυναίκα του προσεκτικά.