Της άρεσε πολύ να ακούει το γιο της να τραγουδάει, οπότε μόλις εκείνος κάθισε με την κιθάρα του στη βεράντα του σπιτιού της, πήρε μια θέση δίπλα του για να τον απολαύσει.
Κάτι όμως ήταν διαφορετικό αυτή τη φορά. Ο Joe δε το ήξερε, αλλά έπαιζε για τελευταία φορά για τη μητέρα του στο σπίτι της.
Τραγουδούσε: «I’m feeling so happy. I finally feel like I’ve got no one to fight. … I don’t have to worry anymore.»
Πριν όμως τελειώσει, η μητέρα του είπε «Νιώθω μπερδεμένη, αγάπη μου» και ύστερα από λίγο ρώτησε «Μήπως γνωρίζεις που βρισκόμαστε;«.
Εκείνος απάντησε μαλακά «Όλα θα πάνε καλά…»
Λίγες μέρες αργότερα, η Judy μεταφέρθηκε σε μια κλινική για όσους πάσχουν από Αλτσχάιμερ.
Στον Joe και την οικογένειά της είπαν πως δε θα μπορούσαν να έχουν κάνει κάτι για να αποτρέψουν την πρόοδο αυτής της ανίατης ασθένειας που επηρεάζει τη μνήμη, τη σκέψη και τη συμπεριφορά εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Υποψιαζόμασταν ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ και χρόνια. Ξεχνούσε πράγματα, έλεγε τις ίδιες ιστορίες ξανά και ξανά, η γεύση του φαγητού της είχε αλλάξει… Φοβόμασταν ότι επρόκειτο για Αλτσχάιμερ, αναβάλαμε όμως την επίσκεψη στο γιατρό γιατί καταβάθος δε θέλαμε να το ακούσουμε.
Από εκείνη τη μέρα, ο Joe εγκαταστάθηκε στο πατρικό του για να βοηθάει τη μητέρα του και πλέον εύχεται να είχαν κάνει κάτι νωρίτερα. «Προς το τέλος, η κατάσταση ήταν ένας πραγματικός εφιάλτης. Ήταν επιθετική και είχε σοβαρές παραισθήσεις. Το να βλέπω τη μητέρα μου μπερδεμένη και φοβισμένη ήταν το χειρότερο πράγμα που έχω περάσει στη ζωή μου…»
Αφότου της έκαναν εισαγωγή στην κλινική, την επισκέπτεται πολύ συχνά με την κιθάρα του και παρόλο που δεν τον αναγνωρίζει πάντα, χτυπάει παλαμάκια καθώς εκείνος παίζει…