Της Σοφίας Παπαηλιάδου.
Να λοιπόν που ξανασυναντιόμαστε.
Εσένα σε είχα ονομάσει τερατάκι κι εγώ είχα κρατήσει το όνομά μου.
Εσύ για τους πολλούς λέγεσαι «κρίση πανικού» κι εγώ Σοφία.
Σου έλειψα και με θυμήθηκες;
Ήθελες να δεις τι κάνω κι είπες να έρθεις άλλο ένα βράδυ και να ξυπνήσεις τα φαντάσματα;
Δεν πειράζει… Ας είναι.
Κάναμε μεγάλη διαδρομή οι δυο μας.
Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Ήμουν δεν ήμουν στα είκοσι.
Μια νύχτα που ένιωσα όλα μέσα μου να σπάνε και ένα βάρος πιο πνιγυρό να μου κόβει την ανάσα. Ακόμα και η λέξη βοήθεια δεν μπορούσε να σχηματιστεί στα χείλια μου. Βλέμμα καρφωμένο σε μια γωνιά του δωματίου κι ένας ήχος που με τρέλαινε. Ήχος μηχανημάτων νοσοκομείου.
Και μετά σιωπή.
Όλη την μέρα με ξεχνούσες και τις νύχτες ξαναρχόσουν.
Κι εγώ σώπαινα.
Τι να πω; Σε ποιον; Είμαι «τρελή»;
Κι όσο εγώ σε μεγάλωνα μέσα μου, όσο εγώ σου έδινα από την δύναμή σου να θρέφεσαι και να θεριεύεις, εγώ μίκραινα και σου έδινα πιο πολύ χώρο και πιο πολύ χρόνο.
Τώρα δεν σου αρκούσαν οι νύχτες μου.
Τώρα έπαιζες με τις στιγμές μου.
Στο cinema, στο αυτοκίνητο, στις βόλτες.
Σε άφησα να δηλητηριάζεις τις ώρες μου. Σε άφησα να τις κάνεις δικές σου κι εγώ έφτιαξα μικρά καταφύγια για να κρύβομαι κάθε φορά που ερχόσουν.
Το γραφείο μου, το σπίτι μου, ο φάρος μου στην Ζέα, η διαδρομή για το Σούνιο. Εκεί δεν ερχόσουν. Ίσως γιατί αγάπαγα τόσο αυτά τα μέρη που τα προστάτευα από την παρουσία σου.
Και πέρασε καιρός. Άλλοτε με την καθημερινή παρέα σου κι άλλοτε πιο σπάνια. Όμως ζούσαμε μαζί.
Μέχρι που χάλασες μια νύχτα που δεν ήθελα. Μέχρι που το έβαλα στα πόδια από μια μέρα που δεν έπρεπε. Και τότε το «Βοήθεια» βγήκε μόνο του.
Έψαξα, ζήτησα βοήθεια και το πρώτο που έμαθα για σένα, ήταν πως δεν είσαι στίγμα. Δεν ήσουν μόνο στην δική μου ζωή επισκέπτης. Δεν ήταν δική μου αποκλειστικότητα και δεν είχα λόγο να ντρέπομαι για όλο αυτό.
Δεν έχει φύλλο, ηλικία, χρώμα και στιγμή η κρίση πανικού.
Δεν διαλέγει τις «κακές» στιγμές και μέρες σου. Διαλέγει κάθε στιγμή σου. Διαλέγει ακόμα και τις πιο ευτυχισμένες από τις μέρες σου, σαν να δοκιμάζει η ίδια η ζωή τις αντοχές σου.
Δεν έφταιγα εγώ. Δεν είχα κάνει κάτι εγώ. Εγώ είχα αφήσει την χαραμάδα για να μπεις, απλά γιατί δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Βρήκες την ευάλωτη στιγμή, βρήκες την ευαίσθητη ρωγμή και μπήκες.
Και καλά έκανες. Δεν πειράζει.
Μόνο που τώρα το παιχνίδι θα το παίξουμε με τους δικούς μου όρους.
Το πρώτο βήμα για να την κοιτάξεις στα μάτια, είναι η στιγμή που θα πεις «βοήθεια».
Είναι η στιγμή που θα το βγάλεις από μέσα σου.
Σ’ εμένα λειτούργησε καταλυτικά η στιγμή που σταμάτησα να κρύβομαι. Η στιγμή που έφτιαξα ένα happy place κι όπου κι αν με έβρισκε, έκλεινα τα μάτια, στεκόμουν εκεί και έφτιαχνα το «μέρος» μου.
Βρισκόμουν ξαφνικά στον μικρό μου παράδεισο. Καθόμουν στην αμμουδιά και κοίταγα την θάλασσα μπροστά μου. Γύρω μου ήταν οι ανθρώποι «ασφαλείας» μου. Μύριζε αλάτι και θυμάρι και η θάλασσα έβρεχε τα πόδια μου. Κι εκεί ηρεμούσα. Κι εκεί πέρναγε το πιο δύσκολο.
Άνοιγα τα μάτια και αυτό που θυμάμαι είναι πως δεν είχα αίσθηση του χρόνου. Αν είχε περάσει μια στιγμή ή ώρα. Δεν ήξερα. Οι παλμοί έπεφταν, η ανάσα ηρεμούσε και το τρέμουλο έφευγε σιγά σιγά.
Και με τον καιρό η ένταση και η συχνότητα μειωνόταν.
Άρχισα να έχω τον έλεγχο πάνω στην κρίση πανικού. Άρχισα να την νιώθω πότε θα έρθει και να τη χειρίζομαι. Να μπορώ να είμαι ανάμεσα σε κόσμο και να μην τρέχω μακριά. Αυτοματοποίησα τις διαδικασίες και ξαφνικά μίκραινε.
Δεν μπορούσε να κάνει το «κακό» που ήθελε.
Το τελευταίο βήμα ήταν όταν άρχισα να παρατηρώ τις στιγμές που έβρισκε την χαραμάδα για να μπει. Κοίταξα τους φόβους κατάματα και την πηγή τους. Είδα ξεκάθαρα αυτά που πραγματικά φοβόμουνα. Εκείνα που πραγματικά ήταν πληγές ανοιχτές. Όχι τα επιφανειακά.
Το καλό σε μια κρίση πανικού την ώρα που έχεις αρχίσει να την αντιμετωπίζεις είναι πως όλα παίρνουν τις πραγματικές τους διαστάσεις. Όλα έρχονται και έχουν το μέγεθος και την βαρύτητα που τους πρέπει.
Μέσα από τις κρίσεις πανικού, έμαθα τον εαυτό μου. Έμαθα να αναγνωρίζω εκείνα που με πιέζουν, εκείνα που με αγχώνουν αλλά το σημαντικότερο, διέκρινα πια τους ανθρώπους που ήταν τοξικοί για την ζωή μου.
Κι έτσι φτάσαμε στο σήμερα.
Σήμερα που με ξαναθυμήθηκες και ήρθες…
Δεν στο κρατάω να ξέρεις, δεν σου θυμώνω. Για να έρθεις, σημαίνει πως είχε μαζευτεί πολλή τοξικότητα γύρω μου κι έπρεπε να γίνει η κάθαρση ξανά.
Μόνο που τώρα δεν είσαι εχθρός μου. Δεν θα με στιγματίσεις. Δεν θα παίξεις με την καθημερινότητά μου.
Συγγνώμη αλλά δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ πολύ μαζί σου. Είσαι μικρούλα, τοσοδούλα και έχεις περιορισμένο χρόνο στο σήμερα μου.
Τελείωνε λοιπόν… έλα, κάνε ότι νομίζεις και δίνε του!!!!
Τώρα μπορώ!!!!