Της Στεύης Τσούτση.
Ρε μάνα δε με μεγάλωσες σωστά.
Να ξέρεις πως κάπου ξέχασες ένα κεφάλαιο. Μέσα σε όλη τη διδακτέα ύλη της ζωής, ξέχασες το πιο βασικό.
Δεν έχω παράπονο, μου έμαθες πολλά.
Να αγαπώ τη ζωή και τους ανθρώπους. Να σέβομαι, να εκτιμώ και να ξέρω να αναγνωρίζω.
Να αναγνωρίζω όσους είναι καλύτεροι από μένα και να θέλω να τους μοιάσω. Όχι να φέρω αυτούς στα μέτρα μου για να μην ξυπνούν οι ανασφάλειες μου, αλλά να θέλω εγώ να πιάσω τα μέτρα τα δικά τους.
Να γίνομαι καλύτερη. Να γίνομαι αυτή που ονειρεύτηκα να γίνω.
Όλα μου τα έμαθες, μα ξέχασες μαμά. Ξέχασες να μου πεις πώς να αντιμετωπίζω το κακό όταν μου χτυπάει την πόρτα.
Να μου μάθεις πώς να διαχειρίζομαι εκείνες τις κακίες των ανθρώπων. Τα λόγια που δεν πληγώνουν απλά καθώς λέγονται, αλλά που ξέρω πως υπάρχει πρόθεση να πληγώσουν.
Τι κάνω τότε, μαμά;
Που πιάνομαι απροετοίμαστη και δαγκώνω τη γλώσσα μου; Που ξεχνώ το όνομα μου και νιώθω το αίμα να βάφει κόκκινα τα μάγουλα;
Πως θα ζήσω στη ζούγκλα όταν εσύ με μεγάλωσες για αλλού; Πως θα βγάλω νύχια να αμυνθώ για την αξιοπρέπεια και την ύπαρξη μου ολόκληρη, όταν δεν ξέρω να τα χρησιμοποιώ;
Διακοσμητικά μου τα άφησες τα νύχια μαμά. Μου έφτιαξες όμορφα φτερά, καμαρωτά και με ετοίμασες για τα μεγάλα ύψη. Για εκεί που ήθελα να φτάσω.
Οι χαμηλές πτήσεις, όμως; Οι καθημερινές;
Εκείνες που δε σκοντάφτουν σε σύννεφα αλλά σε μικρότητες, αδικίες κι άπατους κομπλεξισμούς;
Τι κάνω εκεί;
Πως προστατεύω τον εαυτό μου από μια επίθεση που δεν είμαι καν μαθημένη να περιμένω;
Πως τη διαχειρίζομαι;
Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει την άβυσσο της ψυχής των ανθρώπων. Τους φόβους και τις ανασφάλειες που κουβαλούν και τον τρόπο που μπορούν αυτές να τις εκφράσουν.
Εγώ πώς να το καταλάβω;
Πες το επίπεδο, πες το πολιτισμό, πες το κουλτούρα, παιδεία και χαρακτήρα. Δεν είναι όλοι ίδιοι.
Και υπάρχουν κάτι ανθρωπάκια εκεί έξω μαμά, που σκάβουν… Ωραιότατα και βαθιά χαντάκια. Κι εγώ με το σταυρό στο χέρι πατώ μια στο χώμα και μια κενό…
Και σκοντάφτω και πέφτω και ξαφνιάζομαι. Γιατί ποτέ δε με έμαθες να περιμένω από το πουθενά το χαντάκι. Μου είπες να προσέχω τους κακούς αλλά ποτέ δε μου προσδιόρισες τι μορφή θα έχουν αυτοί. Και πως μπορεί η φάτσα τους να μην είναι η αναμενόμενη.
Πως μπορεί το χτύπημα να μου έρθει από κάπου που να μην το περιμένω. Και πως είναι αυτό το αναπάντεχο που πονά πιο πολύ από οτιδήποτε.
Και πονάει μαμά. Πονά πολύ.
Και δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυα. Και νιώθω πάνω μου τη φθορά.
Εγώ δεν τους θέλω τους ανθρώπους έτσι. Τους θέλω δυνατούς και γεμάτους αυτοπεποίθηση.
Με πάθος, επιμονή και δύναμη για να γίνουν καλύτεροι.
Και κυρίως να θέλουν να γίνουν καλύτεροι. Με το σπαθί τους κι όχι με τρικλοποδιές.
Τους θέλω με ανοιχτό μυαλό και ψυχή κρυστάλλινη. Καθαρή…
Που να μη χωράει ζήλιες και κακίες. Μόνο θαυμασμό για το καλύτερο και θέληση για επιτυχία.
Μέχρι, λοιπόν, να γίνουν οι άνθρωποι έτσι όπως τους ονειρεύομαι, κάθε φορά που θα τρώω χώμα από κάποια λακούβα και κάθε φορά που θα πλαντάζω στο κλάμα για το άδικο, εσένα θα επικαλούμαι μαμά.
Γιατί κάτι δε μου έμαθες καλά. Και σε ευχαριστώ που το ξέχασες…