Πρώτο δείγμα μπορεί να είναι ένα επίμονο αίσθημα ψυχικής κούρασης και άγχους. Τότε είναι που οι μέρες ή ακόμη και οι μήνες περνούν με τα δυσάρεστα αυτά συναισθήματα να επιμένουν.
Συχνά η μητέρα δεν έχει υπομονή να ασχοληθεί με το παιδί ή με άλλη δραστηριότητα, είναι ευερέθιστη και μπορεί να νιώθει ότι δεν είναι κανείς εκεί για να την βοηθήσει. Πιάνει τον εαυτό της να φωνάζει ή να μαλώνει τα παιδιά για πράγματα που δεν είναι τόσο σημαντικά. Οι κινήσεις της είναι απότομες και βιαστικές και φαίνεται συνεχώς κάτι να απασχολεί το μυαλό της. Μέσα της κατηγορεί όλους τους υπόλοιπους για τον εκνευρισμό της. Της φταίει το παιδί που δεν ακούει, ο σύζυγος που δεν καταλαβαίνει, ο εργοδότης που είναι άδικος ή οι φίλες της που κοιτούν μόνο τον εαυτό τους.
Σε όλο αυτό το κλίμα δεν υπάρχουν πράγματα που να την ευχαριστούν, όπως παλιότερα, και δυσκολεύεται να απολαύσει οτιδήποτε κάνει, αφού όλα έχουν πάρει μια καταναγκαστική διάσταση του πρέπει, καθώς είναι πάνω από τις δυνάμεις της. Στην πραγματικότητα έχει πάψει να ζει, αφού έχει πάψει να παίρνει για τον εαυτό της και μόνο δίνει. Δεν είναι απίθανο να νιώθει σαν ένα ρομπότ που απλά τρέχει να τα προλάβει όλα. Θεωρεί υποχρέωση και ευθύνη της να τα καταφέρει για να αποδείξει στον εαυτό της ότι αξίζει. Την ίδια στιγμή η κατάθλιψη είναι πιθανό να της έχει χτυπήσει την πόρτα.
Συχνά νιώθει ένοχη, ότι δεν κάνει τίποτε σωστά για αυτό και δυσκολεύεται τόσο πολύ. Πιστεύει ότι αν ήταν αρκετά ικανή θα έπρεπε να τα καταφέρνει χωρίς κανένα πρόβλημα. Μπορεί να δυσκολεύεται να κοιμηθεί, να μην τρέφεται σωστά και να νιώθει ότι ποτέ δεν ξεκουράζεται. Τελικά φτάνει να αισθάνεται εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση, που η ίδια έχει διαμορφώσει, και αν δεν συνειδητοποιήσει ώστε να την ανατρέψει, η εμφάνιση κάποιας ασθένειας ενδέχεται να αναλάβει αυτό τον ρόλο.
Συνήθως οι μητέρες αυτές είναι γυναίκες που σπάνια ζητούν βοήθεια από τους συζύγους τους, από την πατρική τους οικογένεια ή τις φίλες τους. Αυτό συμβαίνει γιατί αισθάνονται ότι η λήψη βοήθειας σηματοδοτεί την προσωπική τους αδυναμία να τα καταφέρουν. Μπορεί να είναι ανταγωνιστικές ως προσωπικότητες, έχοντας μεγαλώσει με το πρότυπο «Πρέπει να τα καταφέρνεις πάντα μόνη σου. Δεν μπορείς να στηρίζεσαι σε κανέναν». Στην ουσία ταλαιπωρούν οι ίδιες τον εαυτό τους εξαντλώντας τον σε μια σειρά παράλογων απαιτήσεων και προσδοκιών με συνέπεια την εσωτερική διάλυση. Και τελικά καθώς διαπιστώνουν την αδυναμία τους να πετύχουν κάτω από το εξωπραγματικό πλάνο που έχουν θέσει για τον εαυτό τους, τροφοδοτούν τις ενοχές τους ότι δεν είναι ικανές να είναι μητέρες.
Αυτό που χρειάζεται είναι να αποδεχτούν ότι δεν είναι παντοδύναμες και ότι η μητέρα δεν χρειάζεται να είναι τέλεια αλλά απλώς «αρκετά καλή», σύμφωνα με τον Winnicott. Την ίδια στιγμή πρέπει να εμπλέξουν στο παιγνίδι των ευθυνών και τον σύζυγό τους, επιζητώντας την στήριξή του.
Ακόμη, είναι πολύ σημαντικό να τολμήσουν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους στους ανθρώπους, αποφεύγοντας το να τα πνίγουν. Τέλος, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι οφείλουν να φροντίζουν τον εαυτό τους, να παίρνουν και οι ίδιες για να μπορούν να δίνουν στα παιδιά τους.
Μαρίνα Μόσχα
Ψυχοθεραπεύτρια, Συνεργάτης του Θάνου Ασκητή