Πρόσφατες εργαστηριακές μελέτες επιβεβαίωσαν οτι το ριγανέλαιο είναι ένα ισχυρό φυτικό αντιβιοτικό,με αντιμυκητιακές και αντι-ιικές ιδιότητες.
Το ριγανέλαιο θεραπεύει ή βοηθάει να υποχωρήσει η ακμή, αλλεργίες, αρθρίτιδα, άσθμα, δυσκοιλιότητα, λαρυγγίτιδα,
πιτυρίδα, διάρροια, πεπτικές διαταραχές, τσιμπήματα εντόμων, βρογχίτιδα,πληγές , κρυολογήματα, γρίπη, κόπωση, ασθένειες των ούλων,πονοκέφαλους, εμμηνων διαταραχές, πόνο στους μυς , παράσιτα,φυματίωση, πνευμονία, ψωρίαση, φλεβίτιδα και κονδυλωμάτα.
Μπορούμε να το φτιάξουμε έτσι που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί απ΄όλους και είναι και για προστασία από ασθένειες. Σίγουρα δεν είναι δυνατό σαν το αιθέριο έλαιο αλλά είναι σπιτικό και ωφέλιμο.
Οι πρώτες ύλες ( ρίγανη, ελαιόλαδο) πρέπει να είναι φυσικές και αρίστης ποιότητας, αλλιώς δεν θα κάνουν απολύτως τίποτα.
Η ρίγανη είναι από τα σημαντικότερα βότανα και υπάρχει άφθονη. Πάντα τα βότανα που θέλουμε να βάλουμε στο λάδι , πρέπει να είναι φρέσκα και αν είναι δυνατόν να τα μαζέψουμε μόνοι μας. Αλλιώς δεν θα έχουμε τα θεραπευτικά αποτελέσματα που θέλουμε.
Αν θες να φτιάξεις ριγανέλαιο δεν θα το βάλεις στον ήλιο.
Υλικα
1 μέρος ρίγανη φύλλα και άνθη ή σπόρους ( αφορά όγκο π.χ 1 κούπα) 3 μέρη ελαιόλαδο ( 3 κούπες)
– Θα βάλεις σε μια κατσαρόλα τη ρίγανη αφού την έχεις περάσει πριν από το μουλτι και κατόπιν θα ρίξεις το λάδι.
– Θα ανάψεις το μάτι της κουζίνας στο μισό (πολύ χαμηλά) και θα το αφήσεις στη φωτιά 6 ώρες.
– Να προσέξεις να μην περάσεις τους 100 βαθμούς .στην ανάγκη να το κατεβάζεις για λίγο από τη φωτιά.
– Αφού κρυώσει θα το στραγγίξεις καλά και θα βάλεις τα υπολείμματα σε ένα πανί και θα το πιέσεις ώστε να βγουν όλες οι ουσίες.
Το υλικό αυτό θα το βάλεις σε ένα γυάλινο μπουκάλι σε δροσερό και σκοτεινό μέρος.
Κρατάει περίπου 6-8 μήνες
Εργαστηριακές δοκιμές έχουν δείξει ότι πρόκειται για ένα φυσικό και πολύ ισχυρό αντιβιοτικό (σε πολλές περιπτώσεις καλύτερο από τα χημικά αντιβιοτικά) ενώ δεν έχει καμία από τις παρενέργειες αυτών.
Εξοντώνει άμεσα τα μικρόβια χωρίς αυτά να γίνονται ανθεκτικά στην χρήση του ριγανέλαιου κάτι που συμβαίνει σχεδόν πάντα με τα χημικά αντιβιοτικά.